- ζώγρηση
- η [ζωγρώ]η σύλληψη κάποιου ζωντανού, η αιχμαλώτιση του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωγρήσῃ — ζωγρέω take aor subj mid 2nd sg ζωγρέω take aor subj act 3rd sg ζωγρέω take fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωγρητικός — ζωγρητικός, ή, όν (Μ) [ζωγρώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζώγρηση, ο επιτήδειος στη σύλληψη ζωντανών άγριων ζώων … Dictionary of Greek